Bλέπω εγώ το πόστ του πρώην βουλευτή

Bλέπω εγώ το πόστ του πρώην βουλευτή

και αρχίζω να ποστάρω ασυστόλως πόσο καμένος είναι

Bλέπω εγώ το πόστ του πρώην βουλευτή
SING WITH ME: η Eλένη Ξένου ακούει ένα τραγούδι και εμπνέεται μια ιστορία

Τραγούδι: Take Me to Church

Bλέπω εγώ το πόστ του πρώην βουλευτή, με πιάνουν πρωινιάτικα τα νεύρα και αρχίζω να ποστάρω ασυστόλως για το πόσο καμένος είναι και πόσο οπισθοδρομικά μυαλά κουβαλά και ενώ κανονικά το φέισμπουκ το έχω μόνο για να σπάζω πλάκα και άντε να μου βγαίνει και καμμιά κακιούλα πότε-πότε, δεν ξέρω τί με έπιασε αυτή τη συγκεκριμένη μέρα και τα βάζω με τον ραλίστα βουλευτή (τον πρώην) που κανονικά θα’ πρεπε να τον έχω χεσμένο, αλλά έλα που είναι και καύσωνας, έλα που πάτησα προχθές τα 45 και μαζί μ’ αυτά πάτηθηκε και η υπομονή μου, όλα ένα πακέτο να τα δεις και κάπως έτσι την έπαθα τη ζημιά και έβγαλα από μέσα μου τον οχετό.

Άνοιξα τον υπολογιστή πρωινιάτικα και ξέρασα όλη μου τη χολή σε τέτοιο σημείο που υπό άλλες συνθήκες θα ανησυχούσα για τον εαυτό μου, ότι κάτι βαθύτερο μου συμβαίνει, ότι αυτός δεν είμαι εγώ και ότι ίσως να διανύω μια υπαρξιακή κρίση, αλλά από την άλλη επειδή την κρίση την υπαρξιακή την έχω διανύσει εδώ και χρόνια, δηλαδή πολύ πριν την κρίση που διένυσε η χώρα, απέκλεισα αμέσως αυτό το ενδεχόμενο και δικαιολόγησα την αντίδραση μου ώς μια αντανακλαστική αντίδραση στη συσσωρευμένη ηλιθιότητα.

αν εδώ ήταν η σύγκρουση εμένα απέναντι θα με έβρισκες

Δεν ήμουν ποτέ συγκρουσιακός τύπος, δηλαδή αν εδώ ήταν η σύγκρουση εμένα απέναντι θα με έβρισκες, όχι γιατί τη φοβόμουνα αλλά γιατί τη θεωρούσα αχρείαστη, περιττή, χάσιμο χρόνου και ενέργειας, πράγμα ωστόσο το οποίο δεν μου βγήκε τελικά σε καλό, εννοώ πως αυτός ήταν ενδεχομένως ο λόγος όπου κάποια στιγμή τα παιξα και έπαθα μια βαρβάτη κατάθλιψη από την οποία για να απαλλαγώ έπρεπε πρώτα να απαλλαγώ τον συσσωρευμένο θυμό που κρατούσα μέσα μου, αυτό δηλαδή είπε ο ψυχολόγος και αυτό προσπάθησα να πράξω και το έπραξα με επιτυχία, αλλά προφανώς κάποιο κατάλοιπο πρέπει να έμεινε, το οποίο με οδήγησε σήμερα, αυτή τη συγκεκριμένη μέρα, να τα πάρω κρανίο και να σούρνω πρωινιάτικα τα εξ’ αμάξης του πρώην βουλευτή και όσων συμφωνούσανε με τη μαλακία που δέρνει τον εγκέφαλο του.

Τέλος πάντων, δεν είναι εδώ το θέμα μας, το θέμα μας είναι πως ανάμεσα στα σχόλια που άρχισαν να πέφτουν βροχή κάτω από το δικό μου ποστ, με αποτέλεσμα να εξελίσσεται σταδιακά ένας διάλογος αγρίων, εντοπίζω ξαφνικά ένα σχόλιο το οποίο μου προκάλεσε μια φοβερή φλασιά, από κείνες δηλαδή που ούτε ο ίδιος ο ψυχολόγος κατάφερνε να μου προκαλέσει έτσι στο πι και φι. Το σχόλιο έλεγε το εξής: «Μην ασχολείστε μ’ αυτόν τον τύπο (εννοούσε εμένα). Ξέρω τί σας λέω. Ήτανε διπλανός μου στο σχολείο και από τότε το΄ χα ψυλλιαστεί πως ήτανε από τους άλλους».

Διαβάζω το πόστ και παθαίνω την πλάκα μου, όχι γιατί υποστήριζε πως ήμουνα από τους άλλους (ούτε η γιαγιά μου δεν θα’ λεγε πια αυτή την έκφραση) διότι αν ήμουνα από τους άλλους κανένα πρόβλημα δεν θα είχα, αλλά αυτό ακριβώς ήταν το θέμα μου, ότι ενώ δεν ήμουνα από τους άλλους, οι άλλοι με νομίζανε από τους άλλους, κι’ αυτό γιατί είχα άλλου είδους ευαισθησίες, και όχι κείνες που επιτρέπονται στα αρσενικά κυπριακής εκτροφής. Ούτε και αυτό βέβαια είναι το θέμα μας διότι, όπως έχω ήδη προαναφέρει, εγώ όλα αυτά τα’ χα πλέον συγυρισμένα με τη βούλα μάλιστα του ψυχολόγου.

Το θέμα μας είναι πως κάνω ένα έτσι να δω ποιός διάολος έγραψε το συγκεκριμένο πόστ και τί βλέπω, τί βλέπω ρε παιδιά, βλέπω τον Θωμά, τον Θωμάκη, ναι εκείνο το Θωμά. Και λέω όπα, δεν είναι δυνατόν, ο Θωμάς ρε παιδιά, εντάξει, όχι όπως ήτανε τότε, αρκετά αλλαγμένος, με φαλάκρα, μαύρα κοκκάλενα γυαλιά, κάπως σοβαροφανέ, με ένα μουσάκι τρίγωνο εντελώς βλαχομπαρόκ αλλά πάντα με κείνο το ίδιο κουτοπόνηρο βλέμμα, το οποίο προφανώς το΄ χει τώρα αναγάγει σε βασικό συστατικό της επιτυχίας, διότι αυτό σας πληροφορώ μαρτυρούσε το προφίλ του και οι 4999 φίλοι του, πως ο Θωμάκης ήτανε ένας επιτυχημένος.

Ένας επιτυχημένος με φωτογραφίες πάνω σε γιώτ στον Ακάμα και δίπλα σε δίμετρες γκόμενες και σαμπάνιες και αστακομακαρονάδες και με κουστουμάκι στις πριβέ θέσεις στο γήπεδο και στη Μύκονο πάνω στα τραπέζια και σε διάφορες άλλες βλαχομπαρόκ πόζες που αποδείκνυαν πως ο Θωμάκης ζούσε το success story του.

Και πριν ψάξω το πώς και το γιατί, οφείλω να σας ομολογήσω πως μόλις αντίκρυσα την μούρη του, με έπιασε μια ξαφνική χαρά, δηλαδή μού’ φυγε ο θυμός και για το πόστ αλλά και για την ίδια του την ύπαρξη την οποία στο σχολείο δεν άντεχα ούτε δευτερόλεπτο, και με έπιασε που λέτε μια ξαφνική χαρά, μού’ ρθε εκείνο που μας έρχεται στο ριγιούνιον, ένα τέτοιο πράγμα ένιωσα, ένα ριγιούνιον και δεν με ένοιαζε μου με έκραζε αλλά πιο πολύ μου κινούσε την περιέργεια, ήθελα δηλαδή να ξεσκονίσω το προφίλ του και να μάθω τα πάντα, μια νοσηρή περιέργεια σας λέω, τόσο νοσηρή που μάλλον πρόδιδε πως ένιωθα ήδη μια δικαίωση, μια χαρούμενη δικαίωση, ότι καλά έκανα που απαλλάχτηκα νωρίς από ανθρώπους του είδους του, έστω κι’ αν το πλήρωσα ακριβά και ίσως ακόμα να το πληρώνω.

Τέλος πάντων. Το θέμα μας είναι πως μπαίνω που λέτε στο προφίλ του και τί βλέπω; Βλέπω εκκλησίες, πολλές εκκλησίες, ορθόδοξου πάντα τύπου βέβαια, ξύλινες εκκλησίες και όλες φτιαγμένες σε μινιατούρες. Ξυλογλύπτης λέει, στο επάγγελμα ο Θωμάς, που κάνει λέει εκκλησίες μινιατούρες και βάζει μέσα και φωτάκια και λαμπίτσες και τρούλους και τζαμάκι βιτρό και έχει λέει ένα κατάστημα τέρμα Λήδρας, κοντά στο οδόφραγμα, που το έχει ονομάσει «Church Land».

Μου κάνει εντύπωση πώς μου έχει διαφύγει ένα τέτοιο κατάστημα, αλλά προφανώς ήτανε κάπου αλλού από ό,τι διαπιστώνω, κάπου τέρμα Καϊμακλί και πρόσφατα μεταφέρθηκε ή μάλλον δεν μεταφέρθηκε αλλά άνοιξε ακόμα ένα τέρμα Λήδρας, κάτι δηλαδή σαν αλυσίδα το Church Land και ο Θωμάκης χεσμένος στο τάληρο. Και πώς έγιναν όλα αυτά;

Είναι ένα σημάδι που έρχεται τώρα και με βρίσκει για να μου υποδείξει κάτι ουσιώδες;

Τον γκουγκλάρω καπάκι και μαθαίνω από ένα αφιέρωμα που του΄ χανε σε ένα από τα κοσμικά περιοδικά πως μετά λέει το στρατό έπιασε απευθείας δουλειά στο ξυλουργείο του πατέρα του, εκεί στην πράσινη γραμμή, φάτσα κάρτα με τους κυανόκρανους ο Θωμάκης και τα μισοφέγγαρα και λόγω των κονέ που είχε ο πατέρας του με την Αρχιεπισκοπή (δεν διευκρινίζει τα κονέ) με κάποια προφανώς αφορμή, άρχισε ο Θωμάκης να φτιάχνει εκκλησίες μινιατούρες και από απλές, όσο περνούσε ο καιρός, τις έκανε πιο φαντεζί και αυτές ενώ στην αρχή δεν είχανε ιδιαίτερη ανταπόκριση, με το που γίνεται η κρίση, ανεβαίνουν οι πωλήσεις στο απόγειο και σ’ αυτό το απόγειο βρίσκονται ακόμη, με αποτέλεσμα ο Θωμάκης να δίνει τώρα συνεντεύξεις και να διηγείται την ιστορία της ζωής του, όπως επίσης και να έχει άποψη επί παντός επιστητού.

Σας ομολογώ πως όσο περνούσε η ώρα και όσο εντρυφούσα στη ζωή του Θωμάκη εκείνη η χαρά, η ριγιούνιον χαρά που σας είπα πως είχα νιώσει, η χαρά της δικαίωσης, εξαφανιζότανε σιγά σιγά και τη θέση της έπαιρνε ένας προβληματισμός, ένας περίεργος προβληματισμός, ο οποίος με καταλάμβανε εξ’ απροόπτου και μου προκαλούσε κάποια από τα συμπτώματα κατάθλιψης, την οποία κατάθλιψη ήξερα πολύ καλά και επειδή την ήξερα πολύ καλά, αντιλήφθηκα πως αυτός ο προβληματισμός ήταν από τους επικίνδυνους, από κείνους δηλαδή που είχαν τη δύναμη να με ξαναρίξουν στα χέρια της κατάθλιψης, διότι αυτός ο προβληματισμός αφορούσε σε ένα καίριο ερώτημα, το οποίο γεννούσε άλλα υποερωτήματα όπως ο σεισμός και οι μετασεισμοί του.

Και ιδού το ερώτημα: μήπως τελικά είχα υποτιμήσει τον Θωμάκη θεωρώντας τον ανέκαθεν έναν βλάκα και μισό, ένα γλοιώδη τύπο που κανονικά θα πρεπε εκείνος να ναι στο περιθώριο ως μια γλοιώδης νυφίτσα και να παραμείνει εκεί μέχρι να συνέλθει; Μήπως το ότι η πορεία της ζωής μας, μας απέδειξε ότι, όχι μόνο δεν ήταν εκείνος στο περιθώριο, όχι μόνο ξυστά δεν πέρασε από αυτό, αλλά τελικά εγώ την έβγαλα εκεί μια ζωή, στο περιθώριο, και όσο εκείνος πετούσε χαρτομάντηλα στο πρώτο τραπέζι πίστα, εγώ πετούσα τα λεφτά μου στους ψυχολόγους για να ρθω στα ίσια μου, μήπως λέω, αυτό τελικά, κάτι θέλει να μου πει; Είναι ένα σημάδι που έρχεται τώρα και με βρίσκει για να μου υποδείξει κάτι ουσιώδες;

Και μήπως αυτό που θέλει να μου πει είναι πως ίσως τελικά ο Θωμάκης να’ τανε πιο έξυπνος, και δεν εννοώ τον δείκτη ευφυίας, αλλά το ότι εκείνος διέθετε εκείνο το προσόν που τον έκανε να μυριστεί από νωρίς πως αυτός ο τόπος δεν ευνοεί την εξυπνάδα αλλά τη μετριότητα και πως μόνο οι μέτριοι τυγχάνουν κοινωνικής καταξίωσης, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάζονται να συγκρούονται συνεχώς με το μετριότητα και να βγαίνουν συνεχώς ηττημένοι;

Διότι όπως και να τα διάβαζα τα γεγονότα η ερμηνεία ήταν μια και μοναδική. Πως ο Θωμάκης φέρθηκε έξυπνα κι’ αντί να προσπαθήσει να καλλιεργήσει το πνεύμα του (πράγμα που απαιτούσε πολύ κόπο και μάταιο) έπιασε αντ’ αυτού το πνεύμα της εποχής και όχι μόνο το πνεύμα, αλλά το Άγιο Πνεύμα, παρακαλώ, της εποχής μας και επένδυσε σ’ αυτό και το έκανε μινιατούρα. Κι’ αυτό όπως και να το δεις είναι μια σκέψη προχωρημένη, από κείνες που ενδεχομένως τώρα που μιλάμε να βρίσκονται καταγραμμένες στα εγχειρίδια του καλού μαρκετίστα, διότι στο κάτω κάτω αυτό είναι που κάνει ένα καλό μαρκετίστα, η ικανότητα να πιάνει το πνεύμα της εποχής και όχι η εξυπνάδα του να το αναβαθμίσει. Ο Θωμάκης λοιπόν αυτό έκανε.

Έπιασε το πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δεν είναι κάτι της μόδας, δεν είναι κάτι παροδικό, δεν περνάει το Άγιο Πνεύμα, πιστεύεις δεν πιστεύεις, το Άγιο Πνεύμα είναι εκεί και πότε στο φοράνε σαν πουλί και πότε σαν ενοχή και πότε σαν ενοχή του πουλιού σου και μ’ αυτήν την ενοχή πορεύεσαι σ’ αυτόν τον τόπο. Την Αγία Ενοχή του Πνεύματος. Και έτσι ο Θωμάκης Χριστό δεν κατάλαβε, ούτε οικονομικές κρίσεις, ούτε τίποτα, διότι η κρίση δεν αγγίζει το προπατορικό αμάρτημα, αγγίζει όλα τα υπόλοιπα, όχι όμως το προπατορικό, διότι αυτό είναι το μόνο σίγουρο αξιόγραφο το οποίο το κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις, διότι αυτό είναι, γι’ αυτό ζεις: για να απαλλαγείς από το προπατορικό και να κερδίσεις μια θέση στο παράδεισο.

Μέγας είσαι Θωμά μου και θαυμαστά τα έργα σου

Και ο Θωμάκης αυτό σου λέει «πάρε μια εκκλησία αγόρι μου σε μινιατούρα» σου λέει «βάλτηνα εκεί στο σύνθετο για να θυμάσαι, να μην ξεχάσεις, πάντα να το θυμάσαι, πως εσύ δεν γεννήθηκες σ’ αυτόν τον τόπο για να ζήσεις, αλλά για να μετανοήσεις».

Και έτσι για να καταλήξω, αυτό είναι το θέμα μου. Πως όσο διάβαζα το ποιόν του Θωμάκη άρχισα ασυναίσθητα να μονολογώ και να λέω «όπα ρε Θωμά», «είσαι μεγάλος ρε Θωμάκη», «πολύ μεγάλος», «ο κύριος Church Land», «ιδού ο μέγας Θωμάς...» και λοιπά παρόμοια. Κι όσο μονολογούσα, εντελώς ασυναίσθητα επαναλαμβάνω, έπιασα τον εαυτό μου να πατάει το πληκτρολόγιο και να αρχίζει να πληκτρολογεί ως απάντηση στο δικό του κόμεντ, με κεφαλαία, παρακαλώ, γράμματα, το εξής:

«ΜΕΓΑΣ ΕΙΣΑΙ ΘΩΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ»

Περιττό να αναφέρω πως μετά από αυτό έκλεισα αμέσως ραντεβού με τη ψυχολόγο στην οποία μάλιστα φρόντισα να υπερτονίσω πως επείγομαι.

Loader